σολανίδες

σολανίδες
(Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια και κεντρική Αμερική. Η οικογένεια αυτή ενδιαφέρει ιδιαίτερα την ανθρώπινη οικονομία, γιατί σ’ αυτήν υπάγονται φυτά που παράγουν προϊόντα μεγάλης κατανάλωσης (πατάτα, ντομάτα, πιπεριά, μελιτζάνα, καπνός), καθώς επίσης και φυτά φαρμακευτικά (στραμώνιο, μεπελαντόνα, υοσκύαμος). Τα άνθη είναι άλλοτε ακτινωτά, με τα πέταλα ενωμένα μόνο στη βάση (π.χ. στο γένος σολανό) και άλλοτε γαμοπέταλα (συμπέταλα) και σωληνοειδή, πεντάλοβα (π.χ. στον καπνό)· ο καρπός είναι ράγα (ντομάτα) σαρκώδης ή κάψα πολύσπερμος (στραμώνιο)· τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, μερικές φορές φτερωτά. Εκτός από τα χρήσιμα αυτά φυτά, μπορούν ν’ αναφερθούν μερικοί άγριοι Σ., μικρά φυτά τα περισσότερα κοινά: φυσαλίδα η αλκεκένσεια (κοινώς κερασούλι), με καρπό παρόμοιο με μικρό φανάρι, κόκκινη - σφαιρική ράγα κλεισμένη μέσα σε μια πλατιά, ωοειδή, δικτυωτά φλεβώδη κύστη, στέρεη σαν χαρτί (κάλυκας που αυξήθηκε κατά την ωρίμαση)· στύφνος των ερείπιων και των φρακτών, με μικρά λευκά άνθη και μαύρες γυαλιστερές ράγες, που προκαλεί δηλητηριάσεις βαριάς μορφής· σολανό το γλυκόπικρο, φυτό αναρριχώμενο των υγρών, σκιερών δασωδών τόπων. Τα άνθη του είναι μικρά, ακτινωτά, ιώδη, διατεταγμένα κατά κορύμβους· οι καρποί είναι κόκκινες ωοειδείς ράγες, με χυμό που έχει εμετικές ιδιότητες. Μεταξύ των Σ. υπάρχουν και καλλωπιστικά φυτά, όπως η δατούρα η δεντρώδης, οι πετούνιες, το σολανό το ιασμινοειδές, κομψός αναρριχώμενος θάμνος, οι καλλωπιστικές ποικιλίες των κίτρινων και κόκκινων πιπεριών. Οι Σολανίδες αριθμούν πολλά φυτά διατροφής, φαρμακευτικά και καλλωπιστικά. Στη φωτογραφία μερικές ποικιλίες πιπεριών του γένους καψικό. Στη φωτογραφία: σολανό το γλυκόπικρο.
* * *
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη, με χαρακτηριστικό γένος το σολανό, στην οποία ανήκουν ορισμένα είδη που παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική σημασία, όπως είναι η πατάτα, η μελιτζάνα, η ντομάτα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solanaceae < λατ. solanum (βλ. λ. σολανό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • κέστρο — (Cestrum). Γένος αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σολανιδών, που περιλαμβάνει αρκετά είδη δηλητηριωδών φυτών των τροπικών περιοχών της Αμερικής. Πολλά από αυτά καλλιεργούνται και σε κήπους ως διακοσμητικά, όπως τα είδη κ. το… …   Dictionary of Greek

  • κυφομάνδρα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας σολανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyphomandra < κύφωμα < κυφός + νεολατ. andra, θηλ. τού νεολατ. andrus < ανδρος < ἀνήρ] …   Dictionary of Greek

  • λύκιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκάονα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Γιος του Ηρακλή και της Θεσπιάδας Toξικράτης. 3. Γιος του Κλείνιου από τη Μεσοποταμία. Παραβίασε εντολές του Απόλλωνα και μεταμορφώθηκε σε κοράκι. II (5ος αι. π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… …   Dictionary of Greek

  • νικοτιανή — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σολανίδες με 64 περίπου είδη κυρίως τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στον ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotiana, πιθ. από τη φρ. nicotiana herba «τα φυτά τού Nicot» (βλ. λ. νικοτίνη). Η λ …   Dictionary of Greek

  • πετούνια — Ονομασία ποωδών καλλωπιστικών φυτών της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγονται απότη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία και καλλιεργούνται σε μεγάλο αριθμό ειδών και ποικιλιών (π. η μασχαλιαία, π. η ιόχρωμη, π. το υβρίδιο) για διακόσμηση σε …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγλωσσίδα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σολανώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. salpiglossis (< σάλπιγγα + γλώσσα)] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιχρόα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σολανώδη …   Dictionary of Greek

  • σκοπολαμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδές που λαμβάνεται από φυτά τής οικογένειας σολανίδες και το οποίο ασκεί κατασταλτική δράση στα παρασυμπαθητικά νεύρα και, σε μεγαλύτερη δόση, στα αυτόνομα γάγγλια και έχει αξιοσημείωτη κατασταλτική δράση στο κεντρικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”